εγκοίλιος

εγκοίλιος
-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια
(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς τού πλοίου, οι πλευρές, νομείς
αρχ.
εντόσθια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκοίλιον — ἐγκοίλιος in the belly masc/fem acc sg ἐγκοίλιος in the belly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοιλίους — ἐγκοίλιος in the belly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοιλίων — ἐγκοίλιος in the belly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοίλια — ἐγκοίλιος in the belly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”